Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Ιωνάς




ΙΩΝΑΣ


 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α

 1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιωνάν τον του Αμαθί λέγων· 2 ανάστηθι και πορεύθητι εις Νινευή την πόλιν την μεγάλην και κήρυξον εν αυτη, ότι ανέβη η κραυγή της κακίας αυτής προς με. 3 και ανέστη Ιωνάς του φυγείν εις Θαρσίς εκ προσώπου Κυρίου και κατέβη εις Ιόππην και εύρε πλοίον βαδίζον εις Θαρσίς και έδωκε τον ναύλον αυτού και ενέβη εις αυτό του πλεύσαι μετ ‘ αυτών εις Θαρσίς εκ προσώπου Κυρίου. 4 και Κύριος εξήγειρε πνεύμα μέγα εις την θάλασσαν, και εγένετο κλύδων μέγας εν τη θαλάσση, και το πλοίον εκινδύνευε του συντριβήναι. 5 και εφοβήθησαν οι ναυτικοί και ανεβόησαν έκαστος προς το θεόν αυτού και εκβολήν εποιήσαντο των σκευών των εν τω πλοίω εις την θάλασσαν του κουφισθήναι απ ‘ αυτών. Ιωνάς δε κατέβη εις την κοίλην του πλοίου και εκάθευδε και έρρεγχε. 6 και προσήλθε προς αυτόν ο πρωρεύς και είπεν αυτω· τι συ ρέγχεις; ανάστα και επικαλού τον Θεόν σου, όπως διασώση ο Θεός ημάς και ου μη απολώμεθα
. 7 και είπεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· δεύτε βάλωμεν κλήρους και επιγνώμεν τίνος ένεκεν η κακία αύτη εστίν εν ημίν; και έβαλον κλήρους, και έπεσεν ο κλήρος επί Ιωνάν. 8 και είπον προς αυτόν· απάγγειλον ημίν τίνος ένεκεν η κακία αύτη εστίν εν ημίν; τις σου η εργασία εστί; και πόθεν έρχη, και του πορεύη, και εκ ποίας χώρας και εκ ποίου λαού ει συ; 9 και είπε προς αυτούς· δούλος Κυρίου ειμί εγώ και τον Κύριον Θεόν του ουρανού εγώ σέβομαι, ος εποίησε την θάλασσαν και την ξηράν. 10 και εφοβήθησαν οι άνδρες φόβον μέγαν και είπον προς αυτόν· τι τούτο εποίησας; διότι έγνωσαν οι άνδρες, ότι εκ προσώπου Κυρίου ην φεύγων, ότι απήγγειλεν αυτοίς. 11 και είπον προς αυτόν· τι ποιήσομέν σοι και κοπάσει η θάλασσα αφ ‘ ημών; ότι η θάλασσα επορεύετο και εξήγειρε μάλλον κλύδωνα. 12 και είπεν Ιωνάς προς αυτούς· άρατέ με και εμβάλετέ με εις την θάλασσαν, και κοπάσει η θάλασσα αφ ‘ υμών· διότι έγνωκα εγώ ότι δι ‘ εμέ ο κλύδων ο μέγας ούτος εφ ‘ υμάς εστι. 13 και παρεβιάζοντο οι άνδρες του επιστρέψαι προς την γην και ουκ ηδύναντο, ότι η θάλασσα επορεύετο και εξηγείρετο μάλλον επ ‘ αυτούς. 14 και ανεβόησαν προς Κύριον και είπαν· μηδαμώς, Κύριε, μη απολώμεθα ένεκεν της ψυχής του ανθρώπου τούτου, και μη δως εφ ‘ ημάς αίμα δίκαιον, διότι συ, Κύριε, ον τρόπον εβούλου, πεποίηκας. 15 και έλαβον τον Ιωνάν και εξέβαλον αυτόν εις την θάλασσαν, και έστη η θάλασσα εκ του σάλου αυτής. 16 και εφοβήθησαν οι άνδρες φόβω μεγάλω τον Κύριον και έθησαν θυσίαν τω Κυρίω και ηύξαντο τας ευχάς.

 ΙΩΝΑΣ

 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β

 1 ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλω καταπιείν τον Ιωνάν· και ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. 2 και προσηύξατο Ιωνάς προς Κύριον τον Θεόν αυτού εκ της κοιλίας του κήτους 3 και είπεν·

 Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου, και εισήκουσέ μου· εκ κοιλίας άδου κραυγής μου ήκουσας φωνής μου. 4 απέρριψάς με εις βάθη καρδίας θαλάσσης, και ποταμοί εκύκλωσάν με· πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ ‘ εμέ διήλθον. 5 και εγώ είπα· απώσμαι εξ οφθαλμών σου· άρα προσθήσω του επιβλέψαι με προς ναόν τον άγιόν σου; 6 περιεχύθη μοι ύδωρ έως ψυχής, άβυσσος εκύκλωσέ με εσχάτη, έδυ η κεφαλή μου εις σχισμάς ορέων. 7 κατέβην εις γην, ης οι μοχλοί αυτής κάτοχοι αιώνιοι, και αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου, προς σε Κύριε ο Θεός μου. 8 εν τω εκλείπειν απ ‘ εμού την ψυχήν μου του Κυρίου εμνήσθην, και έλθοι προς σε η προσευχή μου εις ναόν το άγιόν σου. 9 φυλασσόμενοι μάταια και ψευδή έλεον αυτών εγκατέλιπον. 10 εγώ δε μετά φωνής αινέσεως και εξομολογήσεως θύσω σοι, όσα ηυξάμην αποδώσω σοι εις σωτηρίαν μου τω Κυρίω.

 11 Και προσέταξε Κύριος τω κήτει, και εξέβαλε τον Ιωνάν επί την ξηράν.

 ΙΩΝΑΣ

 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ

 1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιωνάν εκ δευτέρου λέγων· 2 ανάστηθι και πορεύθητι εις Νινευή την πόλιν την μεγάλην και κήρυξον εν αυτη κατά το κήρυγμα το έμπροσθεν, ό εγώ ελάλησα προς σε. 3 και ανέστη Ιωνάς και επορεύθη εις Νινευή, καθά ελάλησε Κύριος· η δε Νινευή ην πόλις μεγάλη τω Θεω ωσεί πορείας οδού τριών ημερών. 4 και ήρξατο Ιωνάς του εισελθείν εις την πόλιν ωσεί πορείαν ημέρας μιάς και εκήρυξε και είπεν· έτι τρεις ημέραι και Νινευή καταστραφήσεται. 5 και επίστευσαν οι άνδρες Νινευή τω Θεω και εκήρυξαν νηστείαν και ενεδύσαντο σάκκους από μεγάλου αυτών έως μικρού αυτών. 6 και ήγγισεν ο λόγος προς τον βασιλέα της Νινευή, και εξανέστη από του θρόνου αυτού και περιείλετο την στολήν αυτού αφ ‘ εαυτού και περιεβάλετο σάκκον και εκάθισεν επί σποδού. 7 και εκηρύχθη και ερρέθη εν τη Νινευή παρά του βασιλέως και παρά των μεγιστάνων αυτού λέγων· οι άνθρωποι και τα κτήνη και οι βόες και τα πρόβατα μη γευσάσθωσαν μηδέ νεμέσθωσαν μηδέ ύδωρ πιέτωσαν. 8 και περιεβάλλοντο σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη, και ανεβόησαν προς τον Θεόν εκτενώς· και απέστρεψαν έκαστος από της οδού αυτών της πονηράς και από της αδικίας της εν χερσίν αυτών λέγοντες· 9 τις οίδεν ει μετανοήσει ο Θεός και αποστρέψει εξ οργής θυμού αυτού και ου μη απολώμεθα; 10 και είδεν ο Θεός τα έργα αυτών, ότι απέστρεψαν από των οδών αυτών των πονηρών, και μετενόησεν ο Θεός επί τη κακία, ή ελάλησε του ποιήσαι αυτοίς, και ουκ εποίησε.

 ΙΩΝΑΣ

 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ

 1 ΚΑΙ ελυπήθη Ιωνάς λύπην μεγάλην και συνεχύθη, 2 και προσηύξατο προς Κύριον και είπεν· Ω Κύριε, ουχ ούτοι οι λόγοι μου έτι όντος μου εν τη γη μου; δια τούτο προέφθασα του φυγείν εις Θαρσίς, διότι έγνων ότι συ ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών επί ταις κακίαις. 3 και νυν, δέσποτα Κύριε, λάβε την ψυχήν μου απ ‘ εμού, ότι καλόν το αποθανείν με μάλλον, ή ζήν με. 4 και είπε Κύριος προς Ιωνάν· ει σφόδρα λελύπησαι συ; 5 και εξήλθεν Ιωνάς εκ της πόλεως και εκάθισεν απέναντι της πόλεως· και εποίησεν εαυτω εκεί σκηνήν και εκάθητο υποκάτω αυτής, έως ου απίδη τι έσται τη πόλει. 6 και προσέταξε Κύριος ο Θεός κολοκύνθη, και ανέβη υπέρ κεφαλής του Ιωνά του είναι σκιάν υπεράνω της κεφαλής αυτού του σκιάζειν αυτω από των κακών αυτού. και εχάρη Ιωνάς επί τη κολοκύνθη χαράν μεγάλην. 7 και προσέταξεν ο Θεός σκώληκι εωθινή τη επαύριον, και επάταξε την κολοκύνθαν, και απεξηράνθη. 8 και εγένετο άμα τω ανατείλαι τον ήλιον και προσέταξεν ο Θεός πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, και επάταξεν ο ήλιος επί την κεφαλήν του Ιωνά· και ωλιγοψύχησε και επελέγετο την ψυχήν αυτού και είπε· καλόν μοι αποθανείν με ή ζήν. 9 και είπεν ο Θεός προς Ιωνάν· ει σφόδρα λελύπησαι συ επί τη κολοκύνθη; και είπε· σφόδρα λελύπημαι εγώ εως θανάτου. 10 και είπε Κύριος· συ εφείσω υπέρ της κολοκύνθης, υπέρ ης ουκ εκακοπάθησας επ ‘ αυτήν ουδέ εξέθρεψας αυτήν, ή εγενήθη υπό νύκτα και υπό νύκτα απώλετο. 11 εγώ δε ου φείσομαι υπέρ Νινευή της πόλεως της μεγάλης, εν ή κατοικούσι πλείους ή δώδεκα μυριάδες ανθρώπων, οίτινες ουκ έγνωσαν δεξιάν αυτών ή αριστεράν αυτών, και κτήνη πολλά;


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |